Griechisch | Deutsch |
---|---|
Κάθε μεταχθείς κατηγορούμενος για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται αθώος μέχρι της κατά νόμον αποδείξεως της ενοχής του. | Überstellte Personen, die einer Straftat angeklagt sind, gelten bis zum gesetzlichen Beweis ihrer Schuld als unschuldig. Übersetzung bestätigt |
Δεν έχει νόημα επίσης να ποινικοποιηθεί μία σειρά δραστηριοτήτων -όπως κριτικών, δημοσιογράφων, διανοούμενων ή καθηγητών, οι οποίοι, εξαιτίας μια απλής συνάντησης, μπορεί να καταλήξουν "πίσω από τα σίδερα" ή η δραστηριότητα ενός αθώου χρήστη των μέσων μετάδοσης που μας παρέχει σήμερα η τεχνολογία του Διαδικτύου, χάρη στην οποία, πατώντας ένα πλήκτρο μία συγκεκριμένη στιγμή, μπορεί κανείς να βρεθεί κατηγορούμενος για ποινική παράβαση. | Ebenso zwecklos ist es, eine Reihe von Tätigkeiten zu kriminalisieren die der Kritiker, Journalisten, Intellektuellen oder Lehrer, die aufgrund eines einfachen Treffens "hinter Gittern" landen können oder die eines unschuldigen Nutzers der Möglichkeiten der Rundfunkmedien, die uns die Internettechnologie heute bietet und durch die jemand, nur durch einen Tastendruck zu einem bestimmten Zeitpunkt, eines strafrechtlichen Verstoßes angeklagt werden kann. Übersetzung bestätigt |
Αν και κατηγορούμενος για συνεργασία με το Ισραήλ, ο ταγματάρχης Kytel Hayek επωφελήθηκε από αυτόν τον κανονισμό απελευθέρωσης, ωστόσο παραμένει κατηγορούμενος στο Λίβανο, στα πλαίσια της δίκης για τη δολοφονία του Πρωθυπουργού Rachid Karamι. | Obwohl er der Kollaboration mit Israel beschuldigt wird, kam der Kommandant Kytel Hayek in den Genuß dieser Freilassungsaktion, bleibt aber im Libanon angeklagt, im Rahmen des Prozesses zum Mord an Ministerpräsident Rachid Karamé. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
κατηγορούμενος -η -ο [katiγorúmenos] : που κατηγορείται για κτ., συνήθ. ως ουσ. ο κατηγορούμενος, θηλ. κατηγορουμένη και κατηγορούμενη 1. (νομ.) αυτός εναντίον του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη, αυτός στον οποίο αποδίδεται μια αξιόποινη πράξη και εναντίον του οποίου διατάχτηκε ανάκριση ή αυτός εναντίον του οποίου κατατέθηκε μήνυση: Ο κατηγορούμενος -η -ο παρουσιάστηκε στον ανακριτή για να απολογηθεί. Ο κατηγορούμενος -η -ο απαλλάχτηκε από την κατηγορία. Ο κατηγορούμενος -η -ο δικάστηκε και καταδικάστηκε / αθωώθηκε. Ο συνήγορος / η υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Είναι κατηγορούμενος -η -ο για ληστεία / για φόνο / για πλαστογραφία / για διατάραξη κοινής ησυχίας. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.